λευκότερος

古希腊语

编辑

词源

编辑

From λευκός (leukós) +‎ -τερος (-teros)

发音

编辑
 

形容词

编辑

λευκότερος (leukóterosm (阴性 λευκοτέρᾱ,中性 λευκότερον); 第一类/第二类

  1. λευκός (leukós)比较级

变格

编辑

派生词汇

编辑