λυκάνθρωπος
古希腊语
编辑词源
编辑源自λύκος (lúkos, “狼”) + ἄνθρωπος (ánthrōpos, “人”)。
发音
编辑- (公元前5世纪,阿提卡) 国际音标(帮助): /ly.kán.tʰrɔː.pos/
- (公元1世纪,通用) 国际音标(帮助): /lyˈkan.tʰro.pos/
- (公元4世纪,通用) 国际音标(帮助): /lyˈkan.θro.pos/
- (公元10世纪,拜占庭) 国际音标(帮助): /lyˈkan.θro.pos/
- (公元10世纪,君士坦丁堡) 国际音标(帮助): /liˈkan.θro.pos/
名词
编辑λῠκάνθρωπος (lukánthrōpos) m 或 f (属格 λῠκανθρώπου); 二类变格
屈折
编辑格 / # | 单数 | 双数 | 复数 | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
主格 | ὁ, ἡ λῠκάνθρωπος ho, hē lukánthrōpos |
τὼ λῠκανθρώπω tṑ lukanthrṓpō |
οἱ, αἱ λῠκάνθρωποι hoi, hai lukánthrōpoi | ||||||||||
属格 | τοῦ, τῆς λῠκανθρώπου toû, tês lukanthrṓpou |
τοῖν λῠκανθρώποιν toîn lukanthrṓpoin |
τῶν λῠκανθρώπων tôn lukanthrṓpōn | ||||||||||
与格 | τῷ, τῇ λῠκανθρώπῳ tôi, têi lukanthrṓpōi |
τοῖν λῠκανθρώποιν toîn lukanthrṓpoin |
τοῖς, ταῖς λῠκανθρώποις toîs, taîs lukanthrṓpois | ||||||||||
宾格 | τὸν, τὴν λῠκάνθρωπον tòn, tḕn lukánthrōpon |
τὼ λῠκανθρώπω tṑ lukanthrṓpō |
τοὺς, τᾱ̀ς λῠκανθρώπους toùs, tā̀s lukanthrṓpous | ||||||||||
呼格 | λῠκάνθρωπε lukánthrōpe |
λῠκανθρώπω lukanthrṓpō |
λῠκάνθρωποι lukánthrōpoi | ||||||||||
注意: |
|
派生词
编辑- λυκανθρωπίᾱ (lukanthrōpíā)
派生语汇
编辑- → 英语: lycanthrope
拓展阅读
编辑- “λυκάνθρωπος”, in Liddell & Scott (1940年) A Greek–English Lexicon,Oxford:Clarendon Press
- Bailly, Anatole (1935年) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français,Paris:Hachette
希腊语
编辑词源
编辑源自λύκος (lýkos, “狼”) + άνθρωπος (ánthropos, “人”)。
发音
编辑名词
编辑λυκάνθρωπος (lykánthropos) m (复数 λυκάνθρωποι)
- (神话学) 狼人
- Το μόνο πράγμα που μπορεί να σκοτώσει τον λυκάνθρωπο είναι μια ασημένια σφαίρα.
- To móno prágma pou boreí na skotósei ton lykánthropo eínai mia asiménia sfaíra.
- 能杀死狼人的只有银弹。
- (心理学,罕用) 患有变狼妄想症的人
变格
编辑λυκάνθρωπος的变格
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | λυκάνθρωπος • | λυκάνθρωποι • |
属格 | λυκάνθρωπου • λυκανθρώπου • | λυκάνθρωπων • λυκανθρώπων • |
宾格 | λυκάνθρωπο • | λυκάνθρωπους • λυκανθρώπους • |
呼格 | λυκάνθρωπε • | λυκάνθρωποι • |
相关词汇
编辑- λυκανθρωπία f (lykanthropía, “变狼妄想症”)