λυκάνθρωπος

古希腊语

编辑

词源

编辑

源自λύκος (lúkos, ) +‎ ἄνθρωπος (ánthrōpos, )

发音

编辑
 

名词

编辑

λῠκάνθρωπος (lukánthrōposm f (属格 λῠκανθρώπου); 二类变格

  1. 狼人

屈折

编辑

派生词

编辑

派生语汇

编辑
  • 英语: lycanthrope

拓展阅读

编辑

希腊语

编辑

词源

编辑

源自λύκος (lýkos, ) +‎ άνθρωπος (ánthropos, )

发音

编辑

名词

编辑

λυκάνθρωπος (lykánthroposm (复数 λυκάνθρωποι)

  1. (神话学) 狼人
    Το μόνο πράγμα που μπορεί να σκοτώσει τον λυκάνθρωπο είναι μια ασημένια σφαίρα.
    To móno prágma pou boreí na skotósei ton lykánthropo eínai mia asiménia sfaíra.
    能杀死狼人的只有银弹。
  2. (心理学罕用) 患有变狼妄想症的人

变格

编辑

相关词汇

编辑