λῃστικώτερος

古希腊语 编辑

发音 编辑

 

形容词 编辑

λῃστῐκώτερος (lēistikṓterosm (阴性 λῃστῐκωτέρᾱ,中性 λῃστῐκώτερον); 第一类/第二类

  1. λῃστῐκός (lēistikós)比较级

变格 编辑