希腊语

编辑

词源

编辑

源自古希腊语 μέτρον (métron),现代义项受法语 mètre的影响。

名词

编辑

μέτρο (métron (复数 μέτρα)

  1. 度量
    Η ίντσα είναι μέτρο μήκους.I íntsa eínai métro míkous.英寸是一种长度单位
  2. 尺子
    ένα μέτρο του ποδιούéna métro tou podioú一把一英尺长的尺子
  3. 措施
    αντιπλημμυρικά μέτραantiplimmyriká métra防洪措施
  4. (国际单位科学) 公尺
  5. (音乐诗歌) 格律
  6. 合理适度

变格

编辑

相关词汇

编辑

拓展阅读

编辑