μέτρο
希腊语
编辑词源
编辑源自古希腊语 μέτρον (métron),现代义项受法语 mètre的影响。
名词
编辑μέτρο (métro) n (复数 μέτρα)
- 度量
- Η ίντσα είναι μέτρο μήκους. ― I íntsa eínai métro míkous. ― 英寸是一种长度单位。
- 尺子
- ένα μέτρο του ποδιού ― éna métro tou podioú ― 一把一英尺长的尺子
- 措施
- αντιπλημμυρικά μέτρα ― antiplimmyriká métra ― 防洪措施
- (国际单位,科学) 米,公尺
- (音乐,诗歌) 格律
- 合理,适度
变格
编辑相关词汇
编辑- ανισόμετρος (anisómetros, “不对称的”)
- αντίμετρο n (antímetro, “对策”)
- μετρονόμος m (metronómos, “节拍器”)
- μετρώ (metró, “测量”)
- τετραγωνικό μέτρο n (tetragonikó métro, “平方米,平方公尺”)
- χιλιόμετρο n (chiliómetro, “千米,公里”)
拓展阅读
编辑- Μέτρο (μονάδα μήκους)在希腊语维基百科上的资料。维基百科 el