μελλόντων

古希腊语

编辑

发音

编辑
 

动词

编辑

μελλόντων (mellóntōn)

  1. μέλλω (méllō)第三人称复数现在时主动态命令式

分词

编辑

μελλόντων (mellóntōn)

  1. μέλλων (méllōn)阳性/中性属格复数