μετρονόμος

希腊语

编辑

发音

编辑

词源1

编辑

借自法语 métronome,源自古希腊语 μέτρον (métron, 测量) + νόμος (nómos, 规则)

名词

编辑

μετρονόμος (metronómosm (复数 μετρονόμοι)

  1. (音乐) 节拍器
变格
编辑

词源2

编辑

源自古希腊语 μετρονόμος (metronómos),源自古希腊语 μέτρον (métron, 测量) + νόμος (nómos, 规则)

名词

编辑

μετρονόμος (metronómosm f (复数 μετρονόμοι)

  1. 计量学家
变格
编辑
近义词
编辑
拓展阅读
编辑