μητριαρχία

希腊语

编辑

词源

编辑

μητρι- (mitri-, 母亲) +‎ -αρχία (-archía)

名词

编辑

μητριαρχία (mitriarchíaf (不可数)

  1. 母权

变格

编辑

相关词汇

编辑

拓展阅读

编辑