参见:μόνος

希腊语

编辑

词源

编辑

源自古希腊语 μόνος (mónos)

形容词

编辑

μονός (monósm (阴性 μονή,中性 μονό)

  1. 单个
  2. (数学) 奇数
    μονά ή ζυγάmoná í zygá奇数或偶数
    1, 3, 5... είναι μονοί αριθμοί
    1, 3, 5... eínai monoí arithmoí
    1、3、5……是奇数

变格

编辑

相关词汇

编辑

参见

编辑