μπερκέλιο

希腊语

编辑
化学元素
Bk
前:κιούριο (kioúrio) (Cm)
后:καλιφόρνιο (kalifórnio) (Cf)

名词

编辑

μπερκέλιο (berkélion (不可数)

  1. (化学)

变格

编辑

同类词汇

编辑

延伸阅读

编辑