希腊语

编辑

词源

编辑

源自中古希腊语 μύγα (múga),源自古希腊语 μυῖα (muîa)

发音

编辑

名词

编辑

μύγα (mýgaf (复数 μύγες)

  1. (动物学) 苍蝇
    Για σκέπασε το κρέας, μπας και πλακώσουν μύγες!
    Gia sképase to kréas, bas kai plakósoun mýges!
    把肉盖好,不然苍蝇会飞到上面的!

变格

编辑

派生词

编辑