ναργιλές
希腊语
编辑词源
编辑源自鄂图曼土耳其语 نارگیله (nargile),源自波斯语 نارگیله (nārgileh),源自波斯语 نارگیل (nārgil, “椰子”),源自梵语 नारिकेल (nārikela, “椰子”)。
发音
编辑名词
编辑ναργιλές (nargilés) m (复数 ναργιλέδες)
变格
编辑ναργιλές的变格
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | ναργιλές • | ναργιλέδες • |
属格 | ναργιλέ • | ναργιλέδων • |
宾格 | ναργιλέ • | ναργιλέδες • |
呼格 | ναργιλέ • | ναργιλέδες • |