νεποτισμός

希腊语

编辑

词源

编辑

源自法语 népotisme

发音

编辑

名词

编辑

νεποτισμός (nepotismósm (复数 νεποτισμοί)

  1. 裙带关系任人唯亲
    Ο Πρωθυπουργός έχει κατηγορηθεί για νεποτισμό επειδή προσέλαβε τον πατέρα του ως σύμβουλο.
    O Prothypourgós échei katigoritheí gia nepotismó epeidí prosélave ton patéra tou os sýmvoulo.
    总理被指控任人唯亲,因为他雇用自己的父亲做顾问。

变格

编辑

近义词

编辑

拓展阅读

编辑