希腊语 编辑

词源 编辑

源自古希腊语 νόμιμος (nómimos)。等同于νόμος (nómos) +‎ -ιμος (-imos)

形容词 编辑

νόμιμος (nómimosm (阴性 νόμιμη,中性 νόμιμο)

  1. 合法
  2. 法定

变格 编辑

反义词 编辑

派生词 编辑

参见 编辑

拓展阅读 编辑