ξυπόλυτος

希腊语 编辑

其他形式 编辑

词源 编辑

继承中古希腊语 ἐξυπόλυτος (exupólutos)继承通用希腊语 ἐξυπολύω (exupolúō),源自 ἐξ (ex, 出,在外面) + ὑπό (hupó, 在下面) + λύω (lúō, 松开,解开)

发音 编辑

形容词 编辑

ξυπόλυτος (xypólytosm (阴性 ξυπόλυτη,中性 ξυπόλυτο)

  1. 光脚的,赤脚
    近义词: ανυπόδητος (anypóditos)απαπούτσωτος (apapoútsotos)ξεκάλτσωτος (xekáltsotos)
    Μη μπαίνεις στο υπόγειο ξυπόλυτος, έχει σπασμένο γυαλί!
    Mi baíneis sto ypógeio xypólytos, échei spasméno gyalí!
    不要光脚进地下室,那里有碎玻璃!
  2. (口语比喻义) 一贫如洗的,穷困潦倒
    近义词: πάμπτωχος (pámptochos)θεόφτωχος (theóftochos)
    Τι πας και παντρεύεσαι αυτόν τον ξυπόλυτο;
    Ti pas kai pantrévesai aftón ton xypólyto?
    你嫁给那个穷光蛋是为了什么?

变格 编辑

派生词汇 编辑