ονομαστική

希腊语

编辑

名词

编辑

ονομαστική (onomastikíf

  1. (语法) 主格
    Το υποκείμενο του ρήματος βρίσκεται πάντα σε ονομαστική πτώση.
    To ypokeímeno tou rímatos vrísketai pánta se onomastikí ptósi.
    动词的主语一般用主格

变格

编辑

派生词

编辑

参见

编辑

形容词

编辑

ονομαστική (onomastikí)

  1. ονομαστικός (onomastikós)主格宾格呼格单数阴性形式。