οπλισμένος
希腊语
编辑词源
编辑οπλίζομαι (oplízomai) 的完成时分词,οπλίζω (oplízo, “武装”) 的被动形。
发音
编辑分词
编辑οπλισμένος (oplisménos)
变格
编辑 οπλισμένος 的变格
数 格 / 性 |
单数 | 复数 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 | |
主格 | οπλισμένος • | οπλισμένη • | οπλισμένο • | οπλισμένοι • | οπλισμένες • | οπλισμένα • |
属格 | οπλισμένου • | οπλισμένης • | οπλισμένου • | οπλισμένων • | οπλισμένων • | οπλισμένων • |
宾格 | οπλισμένο • | οπλισμένη • | οπλισμένο • | οπλισμένους • | οπλισμένες • | οπλισμένα • |
呼格 | οπλισμένε • | οπλισμένη • | οπλισμένο • | οπλισμένοι • | οπλισμένες • | οπλισμένα • |
派生词汇
编辑- οπλισμένο σκυρόδεμα n (oplisméno skyródema, “钢筋混凝土”)
相关词汇
编辑复合词
- αφοπλισμένος (afoplisménos)
- εξοπλισμένος (exoplisménos, “配备有……的”)
- επανξοπλισμένος (epanxoplisménos, “再次装备的”)
- παροπλισμένος (paroplisménos)