παλμογράφος
希腊语
编辑名词
编辑παλμογράφος (palmográfos) m (复数 παλμογράφοι)
变格
编辑παλμογράφος的变格
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | παλμογράφος • | παλμογράφοι • |
属格 | παλμογράφου • | παλμογράφων • |
宾格 | παλμογράφο • | παλμογράφους • |
呼格 | παλμογράφε • | παλμογράφοι • |
延伸阅读
编辑- παλμογράφος in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.