古希腊语 编辑

词源 编辑

源自παρανοέω (paranoéō, 胡思乱想) +‎ -ῐᾰ (-ia)

发音 编辑

 

名词 编辑

πᾰρᾰ́νοιᾰ (paránoiaf (属格 πᾰρᾰνοίᾱς); 一类变格

  1. 精神失常疯狂

变格 编辑

派生语汇 编辑

  • 英语: paranoia
  • 希腊语: παράνοια (paránoia)

延伸阅读 编辑

希腊语 编辑

词源 编辑

继承自古希腊语 παράνοια (paránoia, 疯狂)

名词 编辑

παράνοια (paránoiaf (复数 παράνοιες)

  1. (医学) 偏执症妄想症
  2. 精神失常
  3. 怀疑多疑

变格 编辑

相关词汇 编辑