παρεσκευασμένος

古希腊语

编辑

发音

编辑
 

分词

编辑

πᾰρεσκευᾰσμένος (pareskeuasménosm (阴性 πᾰρεσκευᾰσμένη,中性 πᾰρεσκευᾰσμένον); 第一类/第二类

  1. παρασκευάζω (paraskeuázō)完成时中动态分词

变格

编辑