πεζογραφία

希腊语

编辑

词源

编辑

πεζο- (pezo-, 非诗歌的) +‎ γραφή (grafí, 写作)

名词

编辑

πεζογραφία (pezografíaf (不可数)

  1. 散文

变格

编辑

近义词

编辑

反义词

编辑