参见:πνεῦμα

希腊语

编辑

词源

编辑

借自古希腊语 πνεῦμα (pneûma)

发音

编辑

名词

编辑

πνεύμα (pnévman (复数 πνεύματα)

  1. 灵魂
  2. 鬼魂
  3. 精神
  4. 精髓
  5. 智慧
    οι τιτάνες της τέχνης και του πνεύματοςoi titánes tis téchnis kai tou pnévmatos艺术与智慧的巨人
  6. 幽默
    κάνω πνεύμαkáno pnévma我讲一个笑话
  7. (语法) 多声调希腊语使用的一种发音记号,表示送气或不送气

变格

编辑

派生词

编辑
  • Άγιο Πνεύμα n (Ágio Pnévma, 圣灵)
  • αθλητικό πνεύμα n (athlitikó pnévma, 体育精神)

相关词汇

编辑