ποιητικός
希腊语
编辑词源
编辑源自古希腊语 ποιητικός (poiētikós),源自ποιέω (poiéō, “制作”)。
形容词
编辑ποιητικός (poiitikós) m (阴性 ποιητική,中性 ποιητικό)
- 诗歌的;诗人的
- 有诗意的
- 反义词:αντιποιητικός (antipoiitikós)
变格
编辑 ποιητικός 的变格
数 格 / 性 |
单数 | 复数 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 | |
主格 | ποιητικός | ποιητική | ποιητικό | ποιητικοί | ποιητικές | ποιητικά |
属格 | ποιητικού | ποιητικής | ποιητικού | ποιητικών | ποιητικών | ποιητικών |
宾格 | ποιητικό | ποιητική | ποιητικό | ποιητικούς | ποιητικές | ποιητικά |
呼格 | ποιητικέ | ποιητική | ποιητικό | ποιητικοί | ποιητικές | ποιητικά |
衍生 | 比较级:πιο + 肯定形(如 πιο ποιητικός) 相对最高级:定冠词 + πιο + 肯定形(如 ο πιο ποιητικός) |
添加后缀的比较程度
比较级 | 单数 | 复数 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 | |
主格 | ποιητικότερος • | ποιητικότερη • | ποιητικότερο • | ποιητικότεροι • | ποιητικότερες • | ποιητικότερα • |
属格 | ποιητικότερου • | ποιητικότερης • | ποιητικότερου • | ποιητικότερων • | ποιητικότερων • | ποιητικότερων • |
宾格 | ποιητικότερο • | ποιητικότερη • | ποιητικότερο • | ποιητικότερους • | ποιητικότερες • | ποιητικότερα • |
呼格 | ποιητικότερε • | ποιητικότερη • | ποιητικότερο • | ποιητικότεροι • | ποιητικότερες • | ποιητικότερα • |
衍生 | 相对最高级:ο + 比较级形式(如“ο ποιητικότερος”) | |||||
绝对最高级 | 单数 | 复数 | ||||
阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 | |
主格 | ποιητικότατος • | ποιητικότατη • | ποιητικότατο • | ποιητικότατοι • | ποιητικότατες • | ποιητικότατα • |
属格 | ποιητικότατου • | ποιητικότατης • | ποιητικότατου • | ποιητικότατων • | ποιητικότατων • | ποιητικότατων • |
宾格 | ποιητικότατο • | ποιητικότατη • | ποιητικότατο • | ποιητικότατους • | ποιητικότατες • | ποιητικότατα • |
呼格 | ποιητικότατε • | ποιητικότατη • | ποιητικότατο • | ποιητικότατοι • | ποιητικότατες • | ποιητικότατα • |
相关词汇
编辑- 参见:ποίηση f (poíisi, “诗歌”)