希腊语

编辑

名词

编辑

πολίτις (polítisf (复数 πολίτιδες,阳性 πολίτης)

  1. (书面女性) 市民公民

变格

编辑

相关词汇

编辑
  • 参见:πόλη f (póli, 城镇,城市)