ποτό
希腊语
编辑词源
编辑源自古希腊语 ποτόν (potón),ποτός (potós, “可饮用的”)的中性名词形,源自原始希腊语 *potós,源自原始印欧语 *ph₃tós (“被喝的”),派生自词根*peh₃- (“喝”)。与意大利语 poto同源。
发音
编辑名词
编辑ποτό (potó) n (复数 ποτά)
变格
编辑参考资料
编辑- ποτό in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.