προκαταβάλλομαι

古希腊语

编辑

发音

编辑
 

动词

编辑

προκαταβάλλομαι (prokatabállomai)

  1. (通用) προκᾰτᾰβᾰ́λλω (prokatabállō)第一人称单数现在时直陈式中动态