πυρ
参见:πῦρ
希腊语
编辑词源
编辑名词
编辑πυρ (pyr) n (复数 πυρά)
- (较为书面) 火
- ασφάλεια πυρός ― asfáleia pyrós ― 火灾保险
- (军事) 火力
- τα εχθρικά πυρά ― ta echthriká pyrá ― 敌军火力
- (隐喻) 敌对的态度
- πυρά κατά της κυβέρνησης ― pyrá katá tis kyvérnisis ― 对政府的抨击
变格
编辑近义词
编辑- φωτιά (fotiá)
派生词
编辑- 参见:πυροσβεστική f (pyrosvestikí, “消防队”)
参考资料
编辑πυρ in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.