参见:πῦρ

希腊语

编辑

词源

编辑

源自古希腊语 πῦρ (pûr)

名词

编辑

πυρ (pyrn (复数 πυρά)

  1. (较为书面)
    ασφάλεια πυρόςasfáleia pyrós火灾保险
  2. (军事) 火力
    τα εχθρικά πυράta echthriká pyrá敌军火力
  3. (隐喻) 敌对的态度
    πυρά κατά της κυβέρνησηςpyrá katá tis kyvérnisis对政府的抨击

变格

编辑

近义词

编辑

派生词

编辑

参考资料

编辑

πυρ in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.