σεξουαλικός
希腊语
编辑发音
编辑形容词
编辑σεξουαλικός (sexoualikós) m (阴性 σεξουαλική,中性 σεξουαλικό)
- 性的
变格
编辑 σεξουαλικός 的变格
数 格 / 性 |
单数 | 复数 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 | |
主格 | σεξουαλικός | σεξουαλική | σεξουαλικό | σεξουαλικοί | σεξουαλικές | σεξουαλικά |
属格 | σεξουαλικού | σεξουαλικής | σεξουαλικού | σεξουαλικών | σεξουαλικών | σεξουαλικών |
宾格 | σεξουαλικό | σεξουαλική | σεξουαλικό | σεξουαλικούς | σεξουαλικές | σεξουαλικά |
呼格 | σεξουαλικέ | σεξουαλική | σεξουαλικό | σεξουαλικοί | σεξουαλικές | σεξουαλικά |
衍生 | 比较级:πιο + 肯定形(如 πιο σεξουαλικός) 相对最高级:定冠词 + πιο + 肯定形(如 ο πιο σεξουαλικός) |
添加后缀的比较程度
比较级 | 单数 | 复数 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 | |
主格 | σεξουαλικότερος • | σεξουαλικότερη • | σεξουαλικότερο • | σεξουαλικότεροι • | σεξουαλικότερες • | σεξουαλικότερα • |
属格 | σεξουαλικότερου • | σεξουαλικότερης • | σεξουαλικότερου • | σεξουαλικότερων • | σεξουαλικότερων • | σεξουαλικότερων • |
宾格 | σεξουαλικότερο • | σεξουαλικότερη • | σεξουαλικότερο • | σεξουαλικότερους • | σεξουαλικότερες • | σεξουαλικότερα • |
呼格 | σεξουαλικότερε • | σεξουαλικότερη • | σεξουαλικότερο • | σεξουαλικότεροι • | σεξουαλικότερες • | σεξουαλικότερα • |
衍生 | 相对最高级:ο + 比较级形式(如“ο σεξουαλικότερος”) | |||||
绝对最高级 | 单数 | 复数 | ||||
阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 | |
主格 | σεξουαλικότατος • | σεξουαλικότατη • | σεξουαλικότατο • | σεξουαλικότατοι • | σεξουαλικότατες • | σεξουαλικότατα • |
属格 | σεξουαλικότατου • | σεξουαλικότατης • | σεξουαλικότατου • | σεξουαλικότατων • | σεξουαλικότατων • | σεξουαλικότατων • |
宾格 | σεξουαλικότατο • | σεξουαλικότατη • | σεξουαλικότατο • | σεξουαλικότατους • | σεξουαλικότατες • | σεξουαλικότατα • |
呼格 | σεξουαλικότατε • | σεξουαλικότατη • | σεξουαλικότατο • | σεξουαλικότατοι • | σεξουαλικότατες • | σεξουαλικότατα • |
衍生词汇
编辑- σεξουαλική αγωγή f (sexoualikí agogí, “性教育”)