σοσιαλισμός
希腊语 编辑
词源 编辑
借自法语 socialisme。最早见于1852年。
名词 编辑
σοσιαλισμός (sosialismós) m (复数 σοσιαλισμοί)
变格 编辑
σοσιαλισμός的变格
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | σοσιαλισμός • | σοσιαλισμοί • |
属格 | σοσιαλισμού • | σοσιαλισμών • |
宾格 | σοσιαλισμό • | σοσιαλισμούς • |
呼格 | σοσιαλισμέ • | σοσιαλισμοί • |
近义词 编辑
- κοινωνισμός (koinonismós)
相关词汇 编辑
- σοσιαλιστής m (sosialistís, “社会主义者”)
- σοσιαλίστρια f (sosialístria, “社会主义者”)
- σοσιαλιστικός (sosialistikós, “社会主义的”)
- σοσιαλιστικά (sosialistiká, “社会主义地”)
- σοσιαλιστικώς (sosialistikós, “社会主义地”)