古希腊语

编辑

发音

编辑
 

分词

编辑

στενάχων (stenákhōnm (阴性 στενάχουσᾰ,中性 στενάχον); 第一类/第三类变格

  1. στενάχω (stenákhō)现在时主动态分词

变格

编辑