στρατευόμενος

古希腊语

编辑

发音

编辑
 

分词

编辑

στρᾰτευόμενος (strateuómenosm (阴性 στρᾰτευομένη,中性 στρᾰτευόμενον); 第一类/第三类变格

  1. στρᾰτεύω (strateúō)现在时中动态分词

变格

编辑