τειρόμενος

古希腊语

编辑

发音

编辑
 

分词

编辑

τειρόμενος (teirómenosm (阴性 τειρομένη,中性 τειρόμενον); 第一类/第二类

  1. τείρω (teírō)现在时中动态分词

变格

编辑