τετελεσμένος

古希腊语

编辑

发音

编辑
 

分词

编辑

τετελεσμένος (tetelesménosm (阴性 τετελεσμένη,中性 τετελεσμένον); 第一类/第二类

  1. τελέω (teléō)完成时中动态分词

变格

编辑