τόπι
希腊语
编辑词源
编辑发音
编辑名词
编辑τόπι (tópi) n (复数 τόπια)
- 球 (游戏用)
- Αν έρθει ξανά αυτό το τόπι στην αυλή μου, θα το σκάσω!
- An érthei xaná aftó to tópi stin avlí mou, tha to skáso!
- 如果那个球再进到我院里来,我就弄爆它!
- 一卷布
- Κατέβασε ένα σωρό τόπια.
- Katévase éna soró tópia.
- 他拿下来一批布。
- (口语,过时) 炮弹
变格
编辑派生词
编辑- κάνω τόπι στο ξύλο (káno tópi sto xýlo, “打晕”, 字面意思是“打成一个球”)