υπάκουος
希腊语 编辑
形容词 编辑
υπάκουος (ypákouos) m (阴性 υπάκουη,中性 υπάκουο)
变格 编辑
υπάκουος 的变格
数 格 / 性 |
单数 | 复数 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 | |
主格 | υπάκουος • | υπάκουη • | υπάκουο • | υπάκουοι • | υπάκουες • | υπάκουα • |
属格 | υπάκουου • | υπάκουης • | υπάκουου • | υπάκουων • | υπάκουων • | υπάκουων • |
宾格 | υπάκουο • | υπάκουη • | υπάκουο • | υπάκουους • | υπάκουες • | υπάκουα • |
呼格 | υπάκουε • | υπάκουη • | υπάκουο • | υπάκουοι • | υπάκουες • | υπάκουα • |
衍生 | 比较级:πιο + 肯定形(如 πιο υπάκουος) 相对最高级:定冠词 + πιο + 肯定形(如 ο πιο υπάκουος) |