首页
随机
登录
设置
资助
关于维基词典
免责声明
搜索
υπακούω
语言
监视
编辑
参见:
ὑπακούω
目录
1
希腊语
1.1
词源
1.2
动词
1.2.1
变位
1.2.2
相关词汇
希腊语
编辑
词源
编辑
源自
古希腊语
ὑπακούω
(
hupakoúō
)
。
动词
编辑
υπακούω
(
ypakoúo
)
(
过去
简单式
υπάκουσα
)
服从
,
顺从
Εκείνα τα παιδιά δεν
υπακούνε
ποτέ τους γονείς τους.
Ekeína ta paidiá den
ypakoúne
poté tous goneís tous.
那些小孩从不
听
他们父母的
话
。
变位
编辑
Template:El-conjug-'υπακούω'
相关词汇
编辑
υπακοή
f
(
ypakoḯ
,
“
服从,顺从
”
)
υπάκουος
(
ypákouos
,
“
服从的,顺从的
”
)