υπουργός
希腊语
编辑词源
编辑源自古希腊语 ὑπουργός (hupourgós, “仆人;帮手”),源自ὑπό (hupó, “在……之下”) + -ουργός (-ourgós, “工人”)(参见ἔργον (érgon, “工作”))。
发音
编辑名词
编辑υπουργός (ypourgós) m 或 f (复数 υπουργοί)
- (政府) 部长
- Ο υπουργός υγείας παραιτήθηκε μετά το σκάνδαλο.
- O ypourgós ygeías paraitíthike metá to skándalo.
- 卫生部长在丑闻过后辞职。
变格
编辑υπουργός的变格
近义词
编辑- υπουργίνα f (ypourgína, “女部长”) 〈口〉
派生词
编辑- υπουργείο n (ypourgeío, “部门”)
- υπουργία f (ypourgía, “部门”)
- υπουργικός (ypourgikós, “部长的”)
- πρωθυπουργός m (prothypourgós, “总理,首相”)
- υφυπουργός m (yfypourgós, “副部长”)