希腊语

编辑

词源

编辑

源自古希腊语 ὑπουργός (hupourgós, 仆人;帮手),源自ὑπό (hupó, 在……之下) +‎ -ουργός (-ourgós, 工人)(参见ἔργον (érgon, 工作))。

现代义项意译意大利语 ministro

发音

编辑

名词

编辑

υπουργός (ypourgósm f (复数 υπουργοί)

  1. (政府) 部长
    Ο υπουργός υγείας παραιτήθηκε μετά το σκάνδαλο.
    O ypourgós ygeías paraitíthike metá to skándalo.
    卫生部长在丑闻过后辞职。

变格

编辑

近义词

编辑

派生词

编辑