φοβητσιάρης

希腊语

编辑

形容词

编辑

φοβητσιάρης (fovitsiárism (阴性 φοβητσιάρα,中性 φοβητσιάρικο)

  1. 胆小的,懦弱
  2. (作名词) 懦夫胆小鬼

变格

编辑