φονταμενταλιστής

希腊语 编辑

词源 编辑

源自法语 fondamentaliste

名词 编辑

φονταμενταλιστής (fontamentalistísm (复数 φονταμενταλιστές,阴性 φονταμενταλίστρια)

  1. 原教旨主义

变格 编辑

相关词汇 编辑