φτερό
希腊语
编辑词源
编辑源自古希腊语 πτερόν (pterón),源自原始印欧语 *péth₂r̥。与赫梯语 𒁁𒋻 (pát-tar)、梵语 पत्र (patra)、原始日耳曼语 *feþrō(英语 feather)等同源。
发音
编辑名词
编辑φτερό (fteró) n (复数 φτερά)
变格
编辑近义词
编辑- πούπουλο n (poúpoulo, “柔软蓬松的羽毛”)
相关词汇
编辑- ακρόφτερο n (akróftero, “翼梢”)
- αντιπτέριση f (antiptérisi, “羽毛球”)
- άπτερος (ápteros, “无翼的”)
拓展阅读
编辑- φτερό in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.