希腊语

编辑

词源

编辑

源自古希腊语 πτωχός (ptōkhós)

形容词

编辑

φτωχός (ftochósm (阴性 φτωχή,中性 φτωχό)

  1. 贫穷
  2. 廉价劣质
  3. (用作复数名词) 穷人
    Υπάρχει μεγάλη διαφορά στο προσδόκιμο ζωής μεταξύ πλούσιων και φτωχών.
    Ypárchei megáli diaforá sto prosdókimo zoḯs metaxý ploúsion kai ftochón.
    富人和穷人的预期寿命之间有很大差距。

变格

编辑

反义词

编辑

近义词

编辑

派生语汇

编辑
  • 阿罗马尼亚语: ftoh, ftohu