φυσιολόγος
希腊语 编辑
名词 编辑
φυσιολόγος (fysiológos) m 或 f (复数 φυσιολόγοι)
- (生理学,生物学) 生理学家
变格 编辑
φυσιολόγος的变格
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | φυσιολόγος • | φυσιολόγοι • |
属格 | φυσιολόγου • | φυσιολόγων • |
宾格 | φυσιολόγο • | φυσιολόγους • |
呼格 | φυσιολόγε • | φυσιολόγοι • |
相关词汇 编辑
- 参见:φυσιολογία f (fysiología, “生理学”)
参见 编辑
- φυσιολογία在希腊语维基百科上的资料。维基百科 el