χείλος
参见:χεῖλος
希腊语
编辑其他写法
编辑(嘴唇):
词源
编辑继承自古希腊语 χεῖλος (kheîlos),源自原始印欧语 *gʰel- (“叫喊”)。
发音
编辑名词
编辑χείλος (cheílos) n (复数 χείλη)
变格
编辑派生词
编辑- στο χείλος της αβύσσου (sto cheílos tis avýssou, “濒临深渊”)
- στο χείλος του αφανισμού (sto cheílos tou afanismoú, “濒临灭绝”)
- στο χείλος του γκρεμού (sto cheílos tou gkremoú, “在……的边缘”)
- στο χείλος κατάρρευσης (sto cheílos katárrefsis, “濒临崩溃”)
- στο χείλος χρεοκοπίας (sto cheílos chreokopías, “濒临破产”)
相关词
编辑- αχείλι n (acheíli, “嘴唇”) (粗俗)
- αχειλία f (acheilía, “无唇”) (医学)
- άχειλος (ácheilos, “无唇的”)
- διχειλικός (dicheilikós, “双唇的”)
- δίχειλος (dícheilos, “二唇的”) (植物学)
- επιχείλιος (epicheílios, “唇的”) (医学:双唇的)
- λαγωχειλία f (lagocheilía, “唇裂”) (医学)
- λαγώχειλος (lagócheilos, “唇裂的”)
- ξεχειλίζω (xecheilízo, “溢出”)
- ξεχείλισμα n (xecheílisma, “溢出”)
- ξέχειλος (xécheilos, “溢出的”)
- ξεχείλωμα n (xecheíloma, “向外张开、扩大”)
- ξεχειλώνω (xecheilóno, “扩张”)
- υπερεκχείλιση f (yperekcheílisi, “过度溢出”)
- υπερχειλίζω (ypercheilízo, “溢出”)
- υπερχείλιση f (ypercheílisi, “溢出”)
- Χειλανθή n 复 (Cheilanthí, “唇形科”) (植物学)
- χειλαράς (cheilarás, “大嘴唇的”)
- χειλεανάγνωση f (cheileanágnosi, “唇读”)
- χειλικός (cheilikós, “唇的”)
- χειλοδοντικός (cheilodontikós, “唇齿音的”) (语音学)
- χειλοσχιστία f (cheiloschistía, “唇裂”) (医学、正式)
- χειλοϋπερωικός (cheiloÿperoikós, “唇软腭音的”) (语音学)
参考资料
编辑- ↑ Dimitrakos, Dimitrios B. (1964年) Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης [Great Dictionary of the entire Greek Language] (希腊语),Athens:Hellenic Paideia