χειρουργείο

希腊语

编辑

名词

编辑

χειρουργείο (cheirourgeíon (复数 χειρουργεία)

  1. (医学) 手术

变格

编辑

近义词

编辑

相关词汇

编辑

参见

编辑

拓展阅读

编辑