χορτοφάγος

希腊语 编辑

形容词 编辑

χορτοφάγος (chortofágosm (阴性 χορτοφάγη,中性 χορτοφάγο)

  1. 食草
  2. 素食

变格 编辑

近义词 编辑

相关词汇 编辑

名词 编辑

χορτοφάγος (chortofágosm f (复数 χορτοφάγοι)

  1. 素食主义者
  2. 食草动物

变格 编辑

拓展阅读 编辑