ψαλίδι
希腊语
编辑词源
编辑继承自通用希腊语 ψαλίδιον (psalídion),古希腊语 ψαλίς (psalís)的指小词。
和马里乌波尔希腊语 псалы́дъ (psalýð)同源。
发音
编辑名词
编辑ψαλίδι (psalídi) n (复数 ψαλίδια)
- 剪刀
- (比喻义) 削减,减少
- 2014年7月18日, Kathimerini.
- Νέο «ψαλίδι» στα εισοδήματα βλέπει το 38% των μισθωτών.
- Néo «psalídi» sta eisodímata vlépei to 38% ton misthotón.
- 收入再次减少,影响38%的受雇者。
- 2014年7月18日, Kathimerini.
变格
编辑ψαλίδι的变格
拓展阅读
编辑- ψαλίδι在希腊语维基百科上的资料。维基百科 el
- ψαλίδι in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.