首页
随机
登录
设置
资助
关于维基词典
免责声明
搜索
ψαράς
语言
监视
编辑
目录
1
希腊语
1.1
名词
1.1.1
变格
1.1.2
近义词
1.1.3
相关词汇
希腊语
编辑
名词
编辑
ψαράς
(
psarás
)
m
(复数
ψαράδες
,阴性
ψαρού
)
渔民
,
渔夫
鱼贩
垂钓
者
变格
编辑
ψαράς的变格
单数
复数
主格
ψαράς
•
ψαράδες
•
属格
ψαρά
•
ψαράδων
•
宾格
ψαρά
•
ψαράδες
•
呼格
ψαρά
•
ψαράδες
•
近义词
编辑
(
渔夫
)
:
αλιεύς
m
(
aliéfs
)
(
鱼贩
)
:
ιχθυοπώλης
m
(
ichthyopólis
)
(
垂钓者
)
:
ψαράς
με
καλάμι
m
(
psarás me kalámi
)
(
垂钓者
)
:
ψαράς
με
καλαμίδι
m
(
psarás me kalamídi
)
相关词汇
编辑
参见:
ψάρι
n
(
psári
,
“
鱼
”
)