ἀγγαρευόμενος

古希腊语

编辑

发音

编辑
 

分词

编辑

ἀγγαρευόμενος (angareuómenosm (阴性 ἀγγαρευομένη,中性 ἀγγαρευόμενον); 第一类/第二类

  1. ἀγγαρεύω (angareúō)现在时中动态分词

屈折

编辑