ἀγγελλόμενος

古希腊语

编辑

发音

编辑
 

分词

编辑

ᾰ̓γγελλόμενος (angellómenosm (阴性 ᾰ̓γγελλομένη,中性 ᾰ̓γγελλόμενον); 第一类/第二类

  1. ᾰ̓γγέλλω (angéllō)现在时中动态分词

屈折

编辑