ἀνατελλόμενος

古希腊语

编辑

发音

编辑
 

分词

编辑

ἀνατελλόμενος (anatellómenosm (阴性 ἀνατελλομένη,中性 ἀνατελλόμενον); 第一类/第三类变格

  1. ἀνατέλλω (anatéllō)现在时被动态分词

屈折

编辑