ἀνταναγαγόμενος

古希腊语

编辑

发音

编辑
 

分词

编辑

ἀντᾰνᾰγᾰγόμενος (antanagagómenosm (阴性 ἀντᾰνᾰγᾰγομένη,中性 ἀντᾰνᾰγᾰγόμενον); 第一类/第二类

  1. ἀντανάγω (antanágō)不定过去式中间态分词

变格

编辑